προβηγκιανός

προβηγκιανός
ή προβιγκιανός, -ἡ, -ὁ, Ν
[Προβηγκία]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Προβηγκία
2. (το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) Προβηγκιανός και Προβηγκιανή
ο κάτοικος τής Προβηγκίας ἡ αυτός που προέρχεται από αυτήν
3. φρ. «προβηγκιανή γλώσσα»
γλωσσ. η οξιτανική γλώσσα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προβιγκιανός — ή, ό, Ν βλ. προβηγκιανός …   Dictionary of Greek

  • φαραντόλα — η, Ν προβηγκιανός χορός. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. farandole < προβηγκ. farandoulo] …   Dictionary of Greek

  • Αρνό, Ντανιέλ — (DanielArnaut, περ. 1160 – 1210). Προβηγκιανός τροβαδούρος. Σημάδεψε με το έργο του την εξέλιξη της λυρικής γαλλικής ποίησης. Σύμφωνα με την ανώνυμη προβηγκιανή Βίντα του 13ου αι., ο Α. ήταν ευγενής, γεννημένος στον πύργο του Ριμπεράκ, της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”